|
η та(__,__) кто подслушивает #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово та, кто подслушивает? — αφουγκράστρα как с (ново)греческого переводится слово αφουγκράστρα? — та, кто подслушивает — αμπελουργώ — σκληρόφυλλος — επιβαρύνω — ανάρτυτος — άνθος — αστριφτος — διγνωμία — αιθυλικός — καύσωνας — φυσιολόγος — ακριβοθρέφω — κελαϊδιστός — αιώνιος — φαλαίνιο — καυτερός — γείτονας — τάϊσμα — λιόκλαρο — παραλίμνιος — μάζευμα — πιότερο |
|||