Новогреческий словарь
οψιμότητα
οψιμότητα
(-ητος) η
запоздалость, задержка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
запоздалость
? —
οψιμότητα
как на
(ново)греческом
будет слово
задержка
? —
οψιμότητα
как с
(ново)греческого
переводится слово
οψιμότητα
? — запоздалость, задержка
#
(ново)греческий словарь
—
αεροδρομικός
—
αναρχούμενο
—
ακοχλίωτος
—
κόζι
—
αφεντογυναίκα
—
γιατάκι
—
ξαργιτού
—
προτάσσομαι
—
αστέρας
—
πλατιά
—
υστεριάζω
—
επανωβελονιά
—
ανοπτώ
—
μπουλτόγκ
—
σιγανοπαπαδιά
—
επιχαλυβώνω
—
απονοικοκερά
—
σφάλισμα
—
καμωματής
—
ωτοδυνία
—
κερδοσκοπικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве