Новогреческий словарь
συντηρούμαι
συντηρούμαι
жить
(на какие-л. средства);
πώς ~είται; — [phrase]на что, на какие средства он живёт?[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
жить
? —
συντηρούμαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
συντηρούμαι
? — жить
#
(ново)греческий словарь
—
διττογραφία
—
εργος
—
ζωογονώ
—
καρυάτιδα
—
Αλγερίνα
—
χερσόνησος
—
μετεξέταση
—
άμυνα
—
κτηματόγραφο
—
αδιοίκητος
—
αρχικώς
—
αξεκόλλητος
—
γουστάρισμα
—
κρικωτός
—
αψινθίτης
—
άρμπουρο
—
διάβηκα
—
μπαγαποντιά
—
γερμανοφιλία
—
δούλεμα
—
εγκυστίωση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве