Новогреческий словарь
καταφέρνω
καταφέρνω
(αόρ. κατέφερα, ηαθ. αόρ. κατεφέρθην и κατηνέχθην)
наносить, причинять
;
~ γερά πλήγματα — наносить сильные удары
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
наносить
? —
καταφέρνω
как на
(ново)греческом
будет слово
причинять
? —
καταφέρνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
καταφέρνω
? — наносить, причинять
#
(ново)греческий словарь
—
κοινωνικοποίηση
—
αρίθμητος
—
μεσόφραγμα
—
εκεχειρία
—
μάντρα
—
σοφιστικέ
—
ξινάδα
—
χαμαλοδουλειά
—
λεπτοκάρυον
—
σημαδευτός
—
ακκλησίαστος
—
δεμάτιο
—
δροσόπαγος
—
οινοπνευματοποιός
—
αθυρόστομος
—
θερμομετρογράφος
—
σάρα
—
άψυχος
—
αρχηγός
—
καμινεύω
—
άστακτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве