|
четыреста; === τά έχει ~α — [phrase]он человек с головой; его не проведёшь[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово четыреста? — τετρακόσιοι как с (ново)греческого переводится слово τετρακόσιοι? — четыреста — κύρωση — σιγομίλητος — Θεσσαλονικιά — κακογλωσσεύω — σείσμα — κόπανος — ακονιστής — γνωμιάρης — βρούλο — αγαλήνευτος — ουσία — σησάμι — συνταγμένος — κωλομπινές — πρόσκτηση — χοντροκοπάνισμα — πυριτιδαποθήκη — αδιάκοπος — εντειχίζω — κόκκοτας — ακέρδητος |
|||