Новогреческий словарь
μουσουλούκι
μουσουλούκι
το
кран
(водопроводный)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
кран
? —
μουσουλούκι
как с
(ново)греческого
переводится слово
μουσουλούκι
? — кран
#
(ново)греческий словарь
—
διαλεκτός
—
πολιτικοποιούμαι
—
ξαπλωσιά
—
ολοκαινούργιος
—
ευκολόπιστος
—
λύτης
—
απίθωμα
—
ιζηματογένεση
—
αναμέτρηση
—
μωρολογάω
—
αποστολιάτικα
—
απόκαιρος
—
αδρομάλλης
—
λύσιμο
—
αγριαρακά
—
νεωτεριστικός
—
δικρανίζω
—
γογγύζω
—
εδραιώνω
—
αγιάζι
—
στραβολέκα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве