Новогреческий словарь
προβοκάτσια
προβοκάτσια
η
провокация
;
κάνω ~ — провоцировать
;
οργανώνω ~ — устраивать провокацию
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
провокация
? —
προβοκάτσια
как с
(ново)греческого
переводится слово
προβοκάτσια
? — провокация
#
(ново)греческий словарь
—
βγάλσιμο
—
καπνοβιομηχανία
—
εξελίσσω
—
αυθαίρετα
—
πλωρίζω
—
διεκπερακοτής
—
ρυμουλκημένος
—
μπαμπακόσπορος
—
αχειρούργητος
—
ιχθυοκαλλιέργεια
—
καντάρι
—
εκχέρσωση
—
τεμάχισμα
—
κοντοβράκι
—
αντιθεατρικός
—
φωτογόνος
—
σαραφιάτικα
—
φωτοθεραπεία
—
δοσμένος
—
ξομολόγημα
—
γοή
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве