Новогреческий словарь
προφυλακτικό
προφυλακτικό
το
презерватив
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
презерватив
? —
προφυλακτικό
как с
(ново)греческого
переводится слово
προφυλακτικό
? — презерватив
#
(ново)греческий словарь
—
διπλασίασμα
—
αγευμάτιστος
—
χαμολόγι
—
εκμηχανισμός
—
κρυμοπαγία
—
ώ
—
ύδρος
—
δυσδιάλυτος
—
αναρροφώ
—
κωνοφόρο
—
εξείπον
—
καμουφλάρισμα
—
πεζοναυτικό
—
αμμοδιυλιστήριο
—
συνοικέσιο
—
απλυσιά
—
κάνα
—
ρωσομαθής
—
ενδοξότητα
—
ριξιά
—
τρυπάνισμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве