|
полосатый; линованый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово полосатый? — αραδωτός как на (ново)греческом будет слово линованый? — αραδωτός как с (ново)греческого переводится слово αραδωτός? — полосатый, линованый — λογοκριτής — ραδικί — ασάρωτος — συρματοποίησις — δυσπεψία — αξάφνιαστος — μινουέττο — καπατσοσύνη — οινοδοχείον — ξεστρατίζω — σμέουρο — ξομολογιέμαι — αλαργεύω — οχυρωμένος — κατασκοπικός — οκτάεδρο — υδρόμετρο — άμαλλος — στυγνότητα — πεφυσιωμένος — τετραημερία |
|||