Новогреческий словарь
εξερράγην
εξερράγην
παθ. αόρ. от εκρηγνύω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
εξερράγην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
τσουγκρίζω
—
αρνοτόμαρο
—
τριτεγγύησις
—
διασχίσιμος
—
λαδού
—
εξιλασμός
—
αναπόδιασμα
—
ατρωσία
—
φάγωμα
—
στράβωμα
—
τριμερής
—
δέτης
—
φελούκα
—
γλάρωμα
—
εδεπά
—
αμφίσφαιρο
—
απλησίαστος
—
Μεσοπεντηκοστή
—
νίψη
—
διμηνίτης
—
πολυτραβώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве