Новогреческий словарь
ευλογιασμένος
ευλογιασμέν|ος
изрытый оспой, рябой
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
изрытый оспой
? —
ευλογιασμένος
как на
(ново)греческом
будет слово
рябой
? —
ευλογιασμένος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ευλογιασμένος
? — изрытый оспой, рябой
#
(ново)греческий словарь
—
ελαιοπυρήν
—
τρίποδας
—
ντοριός
—
κόπρισμα
—
αρροκάνιστος
—
υγειονομικό
—
πολυδύναμος
—
αυτοσχεδίαστος
—
ευρωτιώ
—
ράγισμα
—
νύμφευση
—
μπομπαρδίζω
—
σεχταριστικός
—
σχόλιο
—
αναφύσημα
—
εγχυματίζω
—
ξανανοίγω
—
συγγραφικός
—
ερημόνησος
—
δακτυλιογραφία
—
στέφανο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве