Новогреческий словарь
σόττο
σόττο
:
~ βότσε — тихим голосом
;
~ βέντο — с подветренной стороны
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
σόττο
? —
#
(ново)греческий словарь
—
καταπραϋντικός
—
γαλάζια
—
χιράμι
—
φίλιωμα
—
ξεπέταγμα
—
Κορεάτης
—
ντελής
—
αλαφρώνω
—
ωχροκίτρινος
—
εννεαπλασιασμός
—
μισθός
—
ποικιλόθερμος
—
μεταβαίνω
—
τσαρισμός
—
μονόκαννος
—
πηγαδάς
—
περιγενόμενοι
—
σπαζοκεφαλιά
—
σού
—
τρολές
—
αντραλεύω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве