Новогреческий словарь
σπονδυλωτός
σπονδυλωτός
1.
позвоночный
;
2. :
τά ~ά — зоол. позвоночные
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
позвоночный
? —
σπονδυλωτός
как с
(ново)греческого
переводится слово
σπονδυλωτός
? — позвоночный
#
(ново)греческий словарь
—
αφθόνητος
—
καρπολόγημα
—
ηλεκτροενέργεια
—
ανασκάφτω
—
τιμάρι
—
αλάνικα
—
ξάνοιγμα
—
βροδυλαλία
—
δίψα
—
ξενιτιά
—
διασκόπηση
—
ανεξαρτοποιούμαι
—
ασπόνδυλος
—
παραφυλάω
—
αναπλαστία
—
απλεχτος
—
στοιχείωμα
—
σχωρεμένος
—
αποθνήσκω
—
ψαραίνω
—
περηφάνεια
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве