|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καναρινής? — — αμέλγω — τουρκιστί — βοσκαρέα — καρυδάτος — ερευνημένος — λευκωματουρία — γουρουνάκι — καρεκλοθήρας — μπουνάτσα — ρίμα — φοιτητριούλα — λησμονούμαι — εγχειρώ — φοβερίζω — μισθός — διαλάλημός — εξαγνίζω — τρωγαλίζω — ρακιτζής — θυσιαστήριο — εγκαινιάζω |
|||