|
(αόρ. ξεκούφανα) оглушать, ошеломлять #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово оглушать? — ξεκουφαίνω как на (ново)греческом будет слово ошеломлять? — ξεκουφαίνω как с (ново)греческого переводится слово ξεκουφαίνω? — оглушать, ошеломлять — γαλακτοποτώ — χαρτοπαίκτης — τραπεζοϋπάλληλος — ξώλαμπρα — μότο — ιδιολατρεία — άπαυστος — ομφάλιος — υπουργός — ετερόστομος — χρησιμεύω — ουδαμόθεν — βυσσινύς — είνε — καταμαρτύρησις — εξισώνω — παραξενεύω — χειροσφαίριση — ακατάβλητος — νταμλάς — ριζοβελονιά |
|||