|
η запас пороха #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово запас пороха? — μπαρουτίλα как с (ново)греческого переводится слово μπαρουτίλα? — запас пороха — φευκτέος — μηχανουργός — ασπρογάλανος — φισεκλίκι — γουφάρι — λεμονοδάσος — αποστεγάζω — πονόματος — τουλουμοτύρι — δίαρχία — θεωρούμαι — παγοβούνι — αισθητής — επτάρι — αργκό — επιφυσίτις — ψυχανώμαλος — εναπομένω — ξανοιχτός — ίκτερος — περιδιάβασμα |
|||