|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово θεσπισμένος? — — αυτοσχεδίως — γαστρορραγία — ρυπαρότητα — πούσι — φτωχολόϊ — τσουκανίζω — μηλόσουπα — χήρεψη — ατομικίστρια — αμετάγραπτος — νυχτώνει — φλαουτίστρια — απορρίπτω — δικρανωτός — ανεμόμετρο — προστατεύομαι — φαλαινοθήρας — σταχτώνω — αποκοιμισμένος — μεταφόρτωση — ξεφορμάρισμα |
|||