Новогреческий словарь
αυτο-
αυτο-
первая часть сложных слов со значением:
само...
,
авто...
:
αυτοάμυνα, αύτογονία, αυτόγραφος, αυτοκίνητο —
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
само...
? —
αυτο-
как на
(ново)греческом
будет слово
авто...
? —
αυτο-
как с
(ново)греческого
переводится слово
αυτο-
? — само..., авто...
#
(ново)греческий словарь
—
εξυπνάδα
—
αποχαλίνωση
—
γκιούλαϊ
—
οστεοβλάσται
—
ακαταχώνιαστος
—
αφρισμένος
—
μουσουνίζω
—
εκδύομαι
—
αυτοκόλληση
—
αποφαίνομαι
—
λαιμόκοψη
—
αναρρόφημα
—
ανεμομείκτης
—
σουτάς
—
γλυκασμένη
—
άχ
—
χυδαιολόγος
—
βουτυροπώλης
—
σκυθρωπότητα
—
μακρόπους
—
παλιότερος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве