Новогреческий словарь
λοιμογόνος
λοιμογόν|ος
болезнетворный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
болезнетворный
? —
λοιμογόνος
как с
(ново)греческого
переводится слово
λοιμογόνος
? — болезнетворный
#
(ново)греческий словарь
—
μαύρη
—
βουρκολακιάζω
—
προσοσιαλιστικός
—
αναπαράσταση
—
αναχαίτισμα
—
απογερνώ
—
τενεκετζής
—
αυτοδικάζομαι
—
ορνιθοφιλία
—
ασύστολα
—
Αθίγγανος
—
νύξ
—
μνημείο
—
βαλιτσούλα
—
πλινθοστρώνω
—
ελαφρυντικό
—
πτελέϊνος
—
θεματογραφία
—
κάρπισμα
—
μασούρι
—
καρδιογραφία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве