Новогреческий словарь
μηχανοπέδη
μηχανοπέδη
η
пневматический тормоз
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
пневматический тормоз
? —
μηχανοπέδη
как с
(ново)греческого
переводится слово
μηχανοπέδη
? — пневматический тормоз
#
(ново)греческий словарь
—
ξαναμάσημα
—
διαξηραίνω
—
ψηλά
—
ετεροειδής
—
βερίκοκκο
—
αμπελουρίδα
—
καμαρώ
—
διασκόρπιση
—
καντάτα
—
υπερυπουργείο
—
συναγωνιστικός
—
ασφαλτοφόρος
—
πληκτικότητα
—
εκνευρισμός
—
ορχίτιδα
—
πρόσθετος
—
λοξοκοίταγμα
—
αστυνομικός
—
επισπεύδω
—
άπαστρος
—
εσωκάρδιον
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве