|
το шевро #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шевро? — σεβρό как с (ново)греческого переводится слово σεβρό? — шевро — δαμασκηνό — εκατόχρονα — νησσοτροφείο — ληξιαρχικός — ευμελής — συγκατατίθεμαι — τετράεδρο — εκδοτέος — φαβισμός — μικροκέφαλος — επιχορηγία — ημιστήριξη — σείση — οπλουργία — ωοκύτταρο — αμυλάση — κουφαίνω — ξεζαλίζομαι — βρόμη — εκδιώκω — διακουστική |
|||