|
η дылда (относится к объекту женского рода) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дылда? — μαντραχαλίνα как с (ново)греческого переводится слово μαντραχαλίνα? — дылда — αληταρία — συχνο- — περίφραξη — στουπί — πίστα — δόσια — ρόδακος — μορμονισμός — επισκίασις — επαρχείο — ματιά — ριζοσπαστικοποιώ — αποστράγγιση — γονόκοκκος — ενδομήτριο — μπιρμπιλομάτα — σορός — φώκη — υδροχρωματιστής — θεματογραφω — εμβαπτίζω |
|||