|
стонать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стонать? — γογγολογάω как с (ново)греческого переводится слово γογγολογάω? — стонать — καρυδόκομπος — μουνάρα — ατσαλωμένος — αναρρωτήριο — ψυχοκινητικός — πυγμαίος — ευπάθεια — σωληνοποιείο — κουφόνους — ουρά — γηθόσυνος — αμυλάση — ατμοσυρίκτρα — αντίλογος — αδύναμος — πεντασθενής — ναυτομεσίτης — αιγοπρόβατα — εβραϊστής — κορδίζω — παρήγορος |
|||