|
стонать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стонать? — γογγολογάω как с (ново)греческого переводится слово γογγολογάω? — стонать — προστυχών — χινοπωριάτικος — υπεξαιρέτης — καταγράφομαι — θησαυρισμός — τρίκροτο — αδαμαντοκολλητός — νεφέλιο — τελώ — βιλλάνος — κλιβανοφόρος — υπεκφυγή — ακανθών — χαμαίμηλο — αιμόλυση — στούμπι — αυτοδιοίκητος — κουτρίζω — κρεοκόπτης — ζωτικότητα — ζωομορφία |
|||