Новогреческий словарь
χιονώδης
χιονώδης
1)
снежный
;
~ ημέρα — снежный день
;
2)
белоснежный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
снежный
? —
χιονώδης
как на
(ново)греческом
будет слово
белоснежный
? —
χιονώδης
как с
(ново)греческого
переводится слово
χιονώδης
? — снежный, белоснежный
#
(ново)греческий словарь
—
αποθεωτικός
—
υπέρλευκος
—
πεταχτά
—
αστένακτος
—
αποκορύφωση
—
οκτακόσια
—
διαδοχικά
—
χωρισμός
—
χαψί
—
προκαταρτίζω
—
καθαρτήριος
—
κυκλοτερής
—
ανεπικύρωτος
—
εγγαστρωμίνη
—
βιδόνια
—
σπληνομεγαλία
—
φαναρτζήδικο
—
ανακήρυξη
—
γλεντολογώ
—
χρηματοδοτώ
—
μαγάρισμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве