Новогреческий словарь
μηδενικό
μηδενικό
το прям., перен.
нуль
;
είναι ένα μεγάλο ~ — [phrase]он круглый нуль[/phrase]
;
τά τρία ~ά — три нуля (уборная)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
нуль
? —
μηδενικό
как с
(ново)греческого
переводится слово
μηδενικό
? — нуль
#
(ново)греческий словарь
—
ακατέβαστος
—
λαρυγγοπληγία
—
αγαθεύω
—
καλπονοθεύω
—
δοξάρι
—
κατασυκοφαντώ
—
Ω
—
φούρκα
—
επαρχιωτοπούλα
—
άκανθος
—
πτυελίστρα
—
αποξείδωση
—
νομογραφία
—
αξιοθέατος
—
γραμματοσημομανία
—
εμμηνοληξία
—
αποσώζω
—
καθαιμάσσω
—
σπάρσιμο
—
θαματουργός
—
αδιασάφητος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве