|
αόρ. от αναγιγνώσκω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ανέγνων? — — αλπακάς — διαχείριση — ενέπρησα — ζακχαίος — αντρομίδα — αλεσιά — διόπτρα — αξιοποίηση — εξαρτώμενος — αχειρούργητος — συμπαγής — εξωκυτταρικός — επτάστιχον — τορπιλλάκατος — είναι — ελαιουργός — επιτηρήτρια — τεσσάρι — ηλεκτρογεννήτρια — ληγμένος — θαρρεύομαι |
|||