Новогреческий словарь
έξις
έξις
(-εως) η
привычка
;
καθ' έξιν — по привычке
;
κακή ~ — дурная привычка
;
===
η ~ είναι δευτέρα φύσις — погов. [phrase]привычка - вторая натура[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
привычка
? —
έξις
как с
(ново)греческого
переводится слово
έξις
? — привычка
#
(ново)греческий словарь
—
αχρειολόγος
—
ντεφαιτιστής
—
απτέρωτος
—
άποκολοκύνθωση
—
ξεστομίζω
—
λιπογονία
—
υπερχρονισμός
—
φινέστρα
—
γνωσιμάχος
—
βαθιοπράσινος
—
τσαρλατανισμός
—
γιοματάρι
—
χορταστικός
—
αναθρεφτός
—
προσποιούμενη
—
ελάφρυνση
—
συγκεντροποιημένος
—
καρβουνέμπορος
—
ξανανθίζω
—
ατιμώρητος
—
τάφος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве