Новогреческий словарь
αράπικος
αράπικ|ος
чёрный, смуглый
;
~α μούτρα — смуглое лицо
;
===
~ο γινάτι — ярость
;
~α φιστίκια — арахис (плоды)
;
ο ~ — табак «арабика»
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
чёрный
? —
αράπικος
как на
(ново)греческом
будет слово
смуглый
? —
αράπικος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αράπικος
? — чёрный, смуглый
#
(ново)греческий словарь
—
σιδηρέλασμα
—
κατασβένω
—
συναλλαγματική
—
συναλληλία
—
εφοδιοφόρος
—
ψηφοθέτηση
—
λαθεύω
—
μυστρίζω
—
ξυλοκοπάνισμα
—
γυναικοκαυγάς
—
λαξευτής
—
τροχοπέδηση
—
μακάβριος
—
ηγούμενος
—
κωλοκάτσι
—
ανελευθερία
—
αποχρωμάτιση
—
γαληνεμός
—
ασκομαντούρα
—
εξωβιολογία
—
τσιγκλάω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве