Новогреческий словарь
ρηγόπουλο
ρηγόπουλο
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ρηγόπουλο
? —
#
(ново)греческий словарь
—
τσιμινιέρα
—
πτώξ
—
σουτάρισμα
—
ορθοτονούμαι
—
καπρί
—
μπατζίνα
—
αναπλήρωση
—
πλαγινός
—
ημικύκλιο
—
δεκράνι
—
ανεξάλειπτα
—
σουηδικά
—
ασυμφώνητος
—
ρόζος
—
επέκταμα
—
μιναρές
—
τρύκ
—
χούφτωμα
—
πύθων
—
ευκολοσήκωτος
—
ψάχαλο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве