|
горизонтальный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово горизонтальный? — οριζόντιος как с (ново)греческого переводится слово οριζόντιος? — горизонтальный — αγγρίφι — μεστότητα — ανάριωμα — αντιπλέω — κρανιολογία — μουντζαλώνω — τρομπλόν — αληθοέπεια — μαυρογένης — λείβομαι — τσουλί — μήτρα — επιγλωττίδα — προφορικά — τραβηχτικός — αγγόνι — αττικισμός — περιοδεία — άστροφος — απόσχισμα — πενηντάρικο |
|||