Новогреческий словарь
καλλισωμος
καλλισωμ|ος
стройный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
стройный
? —
καλλισωμος
как с
(ново)греческого
переводится слово
καλλισωμος
? — стройный
#
(ново)греческий словарь
—
διεπάγην
—
Νεαρά
—
παιωνία
—
ογκολόγος
—
ανακαλώ
—
άλλως
—
πανηγύρι
—
βιοχημεία
—
αρχιφύλακας
—
συντέλεια
—
επίσχεση
—
μάτωμα
—
μαντατευτής
—
επαναφορά
—
αραχνούφαντος
—
δεσποινίδα
—
ωκύπτερος
—
κακογεννάω
—
γραμμένος
—
οδοντοϊατρικός
—
χωρισιά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве