|
το надпись (в верхней части чего-л.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово надпись? — πανώγραμμα как с (ново)греческого переводится слово πανώγραμμα? — надпись — συνυφαίνω — τοιχίζω — βυθιστικός — ωολέυκωμα — διάξυλο — γλακηχτό — δανιστί — χειμωνικό — νομοτελεστικόν — πρόστιμο — αδικοσκοτωμένος — διοπτεύω — ιχνογράφος — λειχουδιάρης — εμπορικό — πολυ- — όζος — δύστροπος — αγγειολογικός — αυλωδώ — ένθρονος |
|||