Новогреческий словарь
μάγουλο
μάγουλο
το 1)
щека
;
2) мор.
скула
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
щека
? —
μάγουλο
как на
(ново)греческом
будет слово
скула
? —
μάγουλο
как с
(ново)греческого
переводится слово
μάγουλο
? — щека, скула
#
(ново)греческий словарь
—
αυτοκυβέρνητος
—
γκριζομάτης
—
αξιοσπούδαστος
—
ασχολίαστος
—
ακτινοβόλος
—
ελαιοτυπία
—
λείμμα
—
άπληστος
—
εκπύρηνος
—
πιλαλάω
—
αντιπαιδαγωγικός
—
συνδυαστικά
—
σφριγηλότητα
—
μετοικεσία
—
ξεπέφτω
—
πλησιφαής
—
συνάνθρωπος
—
αλογόμυγα
—
ψηλόπλωρος
—
ξεφράζω
—
ρόδινο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве