|
το кольцо, перстень; === τά δαχτυλίδι' αν πέσανε, τά δάχτυλα πομένουν — [phrase]ещё не всё потеряно[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кольцо? — δαχτυλίδι как на (ново)греческом будет слово перстень? — δαχτυλίδι как с (ново)греческого переводится слово δαχτυλίδι? — кольцо, перстень — ρεύμα μετατόπισης — κρουστικός — χιουμοριστής — εθλασα — παραταξιακά — στράβωμα — συναγερμός — αδάπανος — εκπεπτωκώς — ταχυβόλο — σκυλολόι — απορρυθμίζω — μεταλλωρυχείο — εγχυματικά — αγκομαχητό — ζεύγος — συμφέρω — κλίνη — πελαλάδα — αντιπροεδρία — αυτόσειστος |
|||