Новогреческий словарь


δαχτυλίδι

δαχτυλίδι
το кольцо, перстень;

===
          τά δαχτυλίδι' αν πέσανε, τά δάχτυλα πομένουν — [phrase]ещё не всё потеряно[/phrase]


внешние ссылки озвучка | ru.wiktionary | el.wiktionary | en.wiktionary | greek-language.gr |



как на (ново)греческом будет слово кольцо? — δαχτυλίδι
как на (ново)греческом будет слово перстень? — δαχτυλίδι
как с (ново)греческого переводится слово δαχτυλίδι? — кольцо, перстень


#(ново)греческий словарьσπλήναγοραίοςσυνόδευσηαλεποτόμαρομισογενωμένοςλατρόνικατανοώφθείριοςμαργαρόρριζαμυωπικόςδιαμαντοκάμωτοςαντιδογματικόςεξατομικεύωξεθηλύκωτοςοινοπωλείοναγροληπτικόςαβδέλλαςγυροσκόποςπλαγιοφύλαξησυντροφικότητανηστικάδα


Α    Β    Γ    Δ    Ε    Ζ    Η    Θ    Ι    Κ    Λ    Μ    Ν    Ξ    Ο    Π    Ρ    Σ    Τ    Υ    Φ    Χ    Ψ    Ω







переводы с персидского языка, литовский словарь, шведско-русский словарь, сборка мебели в Москве