Новогреческий словарь
αρμένικος
αρμένικ|ος
армянский
;
===
~η βίζιτα — затянувшийся визит
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
армянский
? —
αρμένικος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αρμένικος
? — армянский
#
(ново)греческий словарь
—
γκρό
—
επικρότηση
—
προϋπόθεση
—
λογόρροια
—
γκοσσίζω
—
δίμορφος
—
συνεταιρισμός
—
συρτικός
—
αποσταφιδώνω
—
σαρκοφάγος
—
ανεγνωμιά
—
κέλευσμα
—
οξύφωνος
—
φάριον
—
ισπανοφιλία
—
Μαδάρα
—
περίπλοκος
—
γενναιόδωρος
—
επαναστατικά
—
εξατμίζομαι
—
άβρεχος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве