Новогреческий словарь
δικλίδα
δικλίδα
η
клапан
;
ασφαλιστική ~ — предохранительный клапан
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
клапан
? —
δικλίδα
как с
(ново)греческого
переводится слово
δικλίδα
? — клапан
#
(ново)греческий словарь
—
ανεμογάμης
—
κακοστομία
—
εμβάπτω
—
ανιμιστικός
—
πετσόκομμα
—
χρεωλυτικός
—
δίκωχο
—
επταπέταλος
—
κερασόχρους
—
κόντες
—
γαληνίτης
—
διάλεξη
—
σινικός
—
ζόφος
—
κορυφούμαι
—
ζυγό
—
τρυπογάζι
—
αποποινικοποιούμαι
—
δισύλλαβος
—
ξυρίχι
—
βιολιτζού
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве