Новогреческий словарь
διαμπερής
διαμπερ|ής
сквозной
;
~ οπή — сквозное отверстие
;
τραβμα ~ές — сквозная рапа
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
сквозной
? —
διαμπερής
как с
(ново)греческого
переводится слово
διαμπερής
? — сквозной
#
(ново)греческий словарь
—
αποσυνάγωγος
—
εκρήγνυμαι
—
βραβεύω
—
πολυόροφος
—
ολοφυρμός
—
καυχησιολόγος
—
φωτίτσα
—
ταβερνιάρισσα
—
λούπινος
—
χοντροκαύκαλος
—
τοιχοδομή
—
κλωστός
—
υδροπτέρυγο
—
επάγγελμα
—
καμουφλάρισμα
—
γεώργημα
—
ηγουμενεία
—
σημαιοστολισμένος
—
αγχίνους
—
προαποστολή
—
αφόνευτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве