Новогреческий словарь
βδομαδιάτικος
βδομαδιάτικ|ος
недельный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
недельный
? —
βδομαδιάτικος
как с
(ново)греческого
переводится слово
βδομαδιάτικος
? — недельный
#
(ново)греческий словарь
—
τροφός
—
λωποδυτώ
—
νερομπούκαλο
—
αψοχούλευτος
—
επανακάθημαι
—
εμπλουτιστικός
—
ασχημούτσικος
—
τονικότητα
—
αγκώνω
—
βασιλοφάγος
—
αρμολογία
—
επίμηλον
—
άκλεπτος
—
υδαταποθήκη
—
καρδιογράφημα
—
γαγγλίωμα
—
λανάρα
—
τζογάρω
—
φτώχεια
—
αποστειρωτικός
—
μύγδαλο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве