|
поэтический; === ~ή άδεια — поэтическая вольность #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово поэтический? — ποιητικός как с (ново)греческого переводится слово ποιητικός? — поэтический — γιούκος — φαγού — αντωνυμικός — εγχειριστής — καλησπερούδια — ξεσυνειθίζω — αιμοπότις — περηφάνια — αδιευκρίνητος — σκαλούνι — ραδιοπομπός — κανονίδι — ξερολιθιά — αναδεξιμιά — καταπράϋνση — επιφυλλιδογράφος — χρυσαφής — κτηνοστάσιον — αυθυπόστατος — τερατώδης — ανεντρόπιαστος |
|||