|
το инструмент для полировки #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово инструмент для полировки? — γυαλιστήρι как с (ново)греческого переводится слово γυαλιστήρι? — инструмент для полировки — επιτάφιος — ποδοπατώ — αηδονολαλήτρα — ερυθρόπους — δυσάρμοστος — ακαδημαϊσμός — φακόσουπα — μυξομάνδηλον — μονογένεση — πιστοδοτώ — ψυχοφυσικά — χήν — επίπονος — κακουργιοδίκης — ανοσιουργός — αρχοντίζω — πανσλαβιστικός — χωματένιος — ζωοδότειρα — πρωθυπουργός — ξεποδάριασμα |
|||