Новогреческий словарь
Ρώσος
Ρώσ|ος
ο
русский
;
Ρώσσος επιστήμονας — русский учёный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
русский
? —
Ρώσος
как с
(ново)греческого
переводится слово
Ρώσος
? — русский
#
(ново)греческий словарь
—
πολυθρόνα
—
κυστεοσκόπιο
—
αψύχωτος
—
τσούζω
—
χάσκημα
—
γουρουνιά
—
οραγκουτάγκος
—
μυελώδης
—
τσίπουρο
—
σκοπίμως
—
εγκόλληση
—
συγκατοίκηση
—
διατηρητέος
—
μεταλλοχρωμία
—
σοσιαλδημοκρατικός
—
μικρομύκητας
—
τσιγαριλίκι
—
οπιώδης
—
Ευτέρπη
—
αναχώνευση
—
ανημέρωτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве