|
γεν. и αιτιατ. от εγώ #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εμένα? — — ανοιγοκλείνω — μεταγνώθω — κωλικπόνος — νευρασθενικός — ζημιαρόγατος — Ζευς — ημίσκιο — βυτίνα — ακρυστάλλωτος — ετοιμόγεννος — ηλιοσκοπία — γραφείο — τετρακόσιοι — προανακριτικός — κακουργοδικείο — χρονοδιακόπτης — αποκαθηλώ — πελεκάνος — κρατημός — ακοντίζω — επινώτιον |
|||