|
возмещать (себе) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово возмещать? — ανταφαιρώ как с (ново)греческого переводится слово ανταφαιρώ? — возмещать — απογκρεμίζω — γκρινιάρικος — παγεμός — σαπωνοποιήσιμος — καταταλαιπωρώ — νομισματολογικώς — ναυάγιο — προγευματίζω — αστάθεια — εξήντα — ανεμολόγος — γλωσσοφάγωμα — γλυκομηλιά — επιστολογράφος — στρατοπεδευμένος — ενάμισης — προπλάθω — φατριασμός — σεισμολόγιο — σώρευση — καμηλότριχα |
|||