Новогреческий словарь
ανιχνευτικό
ανιχνευτικό
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανιχνευτικό
? —
#
(ново)греческий словарь
—
μενταγιόν
—
αμπελόκλημα
—
αεραγωγός
—
παραπονιάρικος
—
μπαμπέσης
—
βρωμογύναικα
—
αμφίλογος
—
δορόκτητος
—
υδατόσημο
—
τυμπανίστρια
—
ανταλής
—
αιθερόπλαστος
—
κρυσταλλουργία
—
ψυχομετρία
—
υλικό
—
αλλοπαθητικά
—
Ψωροκώσταινα
—
μικρόδους
—
Μεξικάνή
—
αποφασίζω
—
φλούδάτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве