|
грызть (орехи и т. п.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово грызть? — τρωγαλίζω как с (ново)греческого переводится слово τρωγαλίζω? — грызть — εγγενής — ανάλωση — θαλασσογραφία — ὠτακουστέω — αναπιάνω — ψωραλέος — μίλβος — οψιμάδι — ρετούς — αιματοπυόρροια — κολοιός — ομπρέλλα — ξαναμηνώ — σχηματικότητα — προσταγή — αλκαλιώ — κοφτερός — αλλοκοτιά — σκάρωμα — οδονταλγία — καψούλλι |
|||