|
азотный; ~ό οξύ — азотная кислота #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово азотный? — αζωτικός как с (ново)греческого переводится слово αζωτικός? — азотный — γκαστρωμένη — θρηνωδός — σαπουνάς — λιόχαρος — ερυθροκύτταρον — χειλόφωνα — μισθουλάκος — εκπύρηνος — μπαγιατίλα — κρεοηώλης — σπερδούκλα — κακοπληρωτής — αμπροστερεύω — γαλιφεύω — φάρσα — βρυόφυτα — διάπλατα — υστερία — υδραεροπλάνο — επαινετικός — εξηκονταετία |
|||