Новогреческий словарь
πρωτοπορειακός
πρωτοπορειακός
авангардистский
;
~ή τέχνη — авангардизм
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
авангардистский
? —
πρωτοπορειακός
как с
(ново)греческого
переводится слово
πρωτοπορειακός
? — авангардистский
#
(ново)греческий словарь
—
ψηφοφόρος
—
καραουλίζω
—
προσήκων
—
είχα
—
νομισματοσυλλέκτρια
—
γυναικολογία
—
πενήντα
—
αναπόκτητος
—
γκιοσέμι
—
καλωδιακά
—
συνεπάγην
—
μιλιέμαι
—
δυτικώς
—
ξιπασιά
—
καμηλήσιος
—
απλήθυντος
—
τσιγκογράφημα
—
ανάερα
—
ξεκλείδωμα
—
σχηματοποιώ
—
ανεχτικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве