|
(-άδος) η побег растений (особенно тыквы) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово побег растений? — κορυφάδα как с (ново)греческого переводится слово κορυφάδα? — побег растений — εκτραχύνομαι — αποσκελετώνω — θηλύκι — περιβρέχω — μεταξοπαραγωγή — εκτυπον — ψιλοκοσκίνισμα — καβγατζού — βαρβάκι — πέδιλο — γαρμπάτος — απαλυντικά — αγνάντεμα — φωτογραμμετρία — εριον — λιθοπελεκητής — κρομμυδόφλουδα — πρασίνισμα — δίκωπος — παινιέμαι — ρεζίλεμα |
|||