Новогреческий словарь
κατατρύχομαι
κατατρύχομαι
мучиться, терзаться
;
~εται υπό φόβου — [phrase]его мучает опасение, он очень боится[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
мучиться
? —
κατατρύχομαι
как на
(ново)греческом
будет слово
терзаться
? —
κατατρύχομαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
κατατρύχομαι
? — мучиться, терзаться
#
(ново)греческий словарь
—
καταριέμαι
—
λαμπρός
—
σκαλμοδόκη
—
κλωνάρι
—
περιστεριώνας
—
λιπώδης
—
τσιγαρισμένος
—
ράγα
—
επίπλωση
—
αναστροφικός
—
εμπειροτεχνία
—
απέξω
—
καμωματάρης
—
αγκαστριά
—
υδατομετρία
—
συγγενικός
—
οικοπεδοποιούμαι
—
γραμμοφωνητζής
—
ψυχαγωγικός
—
μακάστα
—
αλληλόφιλος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве