|
сосать; === ~ τό μυαλό — надоедать болтовнёй; морочить голову #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сосать? — πιπιλίζω как с (ново)греческого переводится слово πιπιλίζω? — сосать — ιστιοσανίδα — εξυψωτικός — απόγιορτα — αφομοίωση — πηρομέλεια — σφίχτης — πλουμί — φυτογραφικός — αμοιβαδίαση — ενδελέχεια — θεοφιλής — σοδειακός — κλείδωση — εύφθαρτος — ταλαίπωρος — ενυποθηκεύω — προσήκει — κρυσταλλωρυχείο — σκληροτράχηλος — χοντρούλικος — φωτότυπο |
|||